-
1 προ-αγωγεύω
προ-αγωγεύω, verführen, verkuppeln; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφϑαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύϑερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.
1 προ-αγωγεύω
προ-αγωγεύω, verführen, verkuppeln; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφϑαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύϑερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.